πλάτανο

πλάτανο
το , πλάτανος ο см. πλατάνι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πλάτανο" в других словарях:

  • πλάτανος — Γένος φυτών της οικογένειας των Πλατανιδών, της τάξης των ροδωδών (δικοτυλήδονα). Τα πιο αξιόλογα καλλιεργούμενα είδη είναι ηπ. η ανατολική καιπ. η δυτική. Το πρώτο είναι το γνωστό πλατάνι, που φύεται σε όλη την Ελλάδα, στις όχθες των ποταμών,… …   Dictionary of Greek

  • λέρος — I Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 64 μ.) του Σαρωνικού κόλπου. Βρίσκεται στον κόλπο της Ελευσίνας, στη βορειοανατολική ακτή της Σαλαμίνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαλαμίνας της νομαρχίας Πειραιώς. II Νησί (53 τ. χλμ., 8.207 κάτ.) του Αιγαίου… …   Dictionary of Greek

  • λαχανόφυτος — η, ο (για τόπο) γεμάτος λάχανα, φυτεμένος με λάχανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανο + φυτος (< φυτός < φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. δενδρό φυτος, πλατανό φυτος] …   Dictionary of Greek

  • λερός — I Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 64 μ.) του Σαρωνικού κόλπου. Βρίσκεται στον κόλπο της Ελευσίνας, στη βορειοανατολική ακτή της Σαλαμίνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαλαμίνας της νομαρχίας Πειραιώς. II Νησί (53 τ. χλμ., 8.207 κάτ.) του Αιγαίου… …   Dictionary of Greek

  • μεσάρα — Μεγάλη πεδιάδα της Κρήτης (μήκος 50 χλμ., πλάτος 7 χλμ.) στο νότιο τμήμα του νομού Ηρακλείου που εκτείνεται από το Τυμπάκι έως την Άνω Βιάννο. Περικλείεται από τα όρη Ίδη, Κόφινα και από το Λιβυκό πέλαγος. Σχηματίστηκε με τεκτονική καταβύθιση… …   Dictionary of Greek

  • μυριανθισμένος — η, ο (για φυτά) αυτός που βρίσκεται σε πλήρη άνθηση, ο κατάφορτος από άνθη, ο ολάνθιστος («λέγ η αγράμπελη μυριανθισμένη στον άγριο πλάτανο, που τη θωρεί», Βαλαωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ανθισμένος] …   Dictionary of Greek

  • πλατανώδης — ῶδες, Α [πλάτανος] ο όμοιος με πλάτανο …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόξυλο(ν) — το, Ν 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σαποτίδες τής τάξης εβενώδη, το οποίο περιλαμβάνει 100 περίπου ήδη δένδρων τής τροπικής Αμερικής με πολύ σκληρό ξύλο 2. συνεκδ. ξύλο από το παραπάνω δένδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • φιλοπλάτανος — ον, Α αυτός που τού αρέσει να κάθεται κάτω από πλάτανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πλάτανος] …   Dictionary of Greek

  • χαιρετώ — άω, Ν 1. χαιρετίζω, απευθύνω χαιρετισμό σε κάποιον («να χαιρετάς την κλεφτουριά») 2. φρ. «χαιρέτα μου τον πλάτανο» α) λες ανοησίες ή ασυναρτησίες β) λέγεται σε περίπτωση αρνητικής εξέλιξης τών πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. εχαιρέτισα τού ρ.… …   Dictionary of Greek

  • Διομήδης — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθολογικός ήρωας, γιος του βασιλιά της Αιτωλίας Τυδέα και της Δηιπύλης, κόρης του βασιλιά του Άργους, Αδράστου. Όταν μεγάλωσε ο Δ. θέλησε να εκδικηθεί τον θάνατο του πατέρα του, ο οποίος ήταν ένας από τους Επτά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»